Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between wretchedness - windless (Letter “W”)
- αθλιότητα
- ακόλαστες
- ακόνι
- ακρώμιο
- ακυβέρνητο
- αλιείας λευκόσαρκων ψαριών
- αλίμονο
- ἀμύνεσθαι
- αν
- αναβλύζει
- αναδίπλωση
- αναδύθηκε
- ανακάτεμα
- ανακλήθηκε
- ανάληψη
- αναρωτήθηκε
- αναρωτιέμαι
- αναρωτιέστε
- ανέμιζε
- ανεμίζω
- ανεμοδείκτης
- ανεμοθύελλα
- ανεμόμυλος
- άνεμος
- ανεμοστρόβιλος
- ανεξάντλητη πηγή
- άνεργων
- άνευ αξίας
- άνευ δασών
- ανησυχείτε
- ανησυχητική
- ανησυχητική
- ανησυχητικό είναι το γεγονός
- ανησυχίες
- ανησυχούν
- ανιαρός
- ανόθευτα
- άντεξε
- αντέχει σε
- αντέχουν
- αντιμαχόμενων
- άνυδρο
- αξίζει να
- αξίζει τον κόπο
- αξιοθρήνητα
- αξιολύπητος
- άξιος
- άοπλος
- απαιτήσεις των κολυμβητών
- απάνεμο
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- wretchedness - windless