Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between withdrew - winch (Letter “W”)
- απέσυρε
- απέφυγε
- αποβάθρα
- αποβάθρα
- απόβλητα
- απογαλακτισμού
- απογαλακτισμού
- απογαλακτιστεί
- αποδυναμωθεί
- αποδυναμώσει
- αποδυνάμωση
- αποθηκάριοι
- αποθηκάριου
- αποθήκες
- αποθηκεύονται σε χώρους
- αποθήκευση και διανομή εμπορευμάτων
- αποθήκη
- αποκάμνω
- απολύτως
- αποσβεστούν
- αποσπάσουν
- αποσπώντας
- απόσυρση
- απόσυρση
- αποτρίχωση
- αποτροπή
- αραιός
- αρκτόμυς
- αρτοσκευάσματα
- αρχιφύλακας
- ασβέστη
- ασθενές πλάσμα
- ασθενώς
- ασθμαινόντων
- ασθμαίνων
- ασκείται
- άσπρισμα
- ασπρογένη
- αστρονομικό
- αφύπνιση
- αφύπνισης
- αψιθιάς
- βαγόνι
- βαλδενσιανή
- βαλί
- βαλλόνοι
- βαλς
- βαλσαμόχορτο
- βάρος
- βαρούλκο
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- withdrew - winch