Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between whitish - wallflower (Letter “W”)
- υπόλευκο
- υφάδι
- ύφανε
- ύφανση
- ύφανση
- υφαντά
- υφαντής
- υφαρπάξει
- φαιδρός
- φάλαινα
- φαλαινοθηρίας
- φαλαινοθηρικό
- φάντασμα
- φαντασμένο μηδαμινό
- φαρμακευτικό φυτό
- φαρσέρ
- φασκωλόμυς
- φθίνει
- φθίνουσα
- φιλέτου
- φλύαρος
- φόρεσε
- φοριέται
- φοριέται
- φορτωτική
- φορώντας
- φουκαράς
- φρέατος
- φρουρός
- φτερουγίζει
- φτερωτό
- φύκι
- φύλακα
- φυτίλι
- χαμένο κορμί
- χειλούς
- χειμερινές
- χειμερινές καιρικές
- χειμώνας
- χειμωνιάτικο
- χειριστείτε
- χειρότερα
- χειρότερη
- χήρα
- χηρείας
- χήρος
- χήρος
- χλιμίντρισμα
- χονδρική πώληση
- χορεύων θεατής χορού
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- whitish - wallflower