Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between weapon - withholding (Letter “W”)
- όπλο
- οποία
- όποια και αν είναι
- όποιο από τα δύο
- οποίοι δούλευαν
- όποιος
- όποιος
- οποιωνδήποτε
- οπότε
- όπου
- όπου
- όπου κι αν
- οπουδήποτε
- οργή
- οργισμένος
- ορίζει
- ορού γάλακτος
- όρτσα
- ορυκτές
- οστιδήποτε
- όταν
- ουάιλντερ
- ουαλλικά
- ουίγων
- ουίσκι
- ουίσκι
- ουίσκι
- ουίσκι
- ουίστ
- ουόλντε
- πάγκος εργασίας
- παιχνιδιάρικη διάθεση
- παλαβό
- παλαιστής
- παλεύουν
- πάλη
- πανουργία
- πανουργία
- πανούργος
- παράθυρο
- παραθύρου
- παραιτηθεί από
- παραιτήθηκε
- παραιτήθηκε
- παραίτηση
- παραίτηση
- παρακολούθησαν
- παρακρατήθηκε
- παρακρατήσει
- παρακράτηση
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- weapon - withholding