Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between warmer - weariful (Letter “W”)
- θερμότερο
- θηλυκότητα
- θλιβερά
- θρήνος
- θρηνωδών
- θυελλώδεις
- ιδιότροπη
- ιδιοτροπία
- ιμάντες
- ισάτις
- ιτιά
- ίχνη
- καθάρισε
- κάθε φορά που
- καθημερινός
- καιρικές συνθήκες
- καιρικές συνθήκες
- κακία
- κακό
- κακώς
- καλά
- καλάθι αχρήστων
- καλαθοπλεκτικής
- καλαμωτή
- καλοβατικό
- καλύπτεται από
- καλωδίωση
- καλωσορίζοντας
- καροτσι
- καρπούζι
- καρυδιά
- κατάκοπος εκ του δρόμου
- καταξίωση
- καταρράκτης
- κατέκλυσαν
- κάτοικος των δασών
- κατραπακιά
- κελαϊδίσματα
- κελίων
- κερδίζοντας
- κέρδισε
- κερί
- κέρινη
- κέρινο
- κέρινων ομοιωμάτων
- κερωμένο
- κηδεμονία
- κηρώδες
- κινούμενος σπειροειδώς
- κιόλας
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- warmer - weariful