Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between wail - whitening (Letter “W”)
- κλαίω
- κλαίω
- κλάμα
- κλαυθμυρίζων
- κλαψούρισμα
- κλαψούρισμα
- κλείνει το μάτι
- κομιστή
- κονδυλωμάτων
- κοπάνα
- κοσμικότητα
- κοσµικού
- κόσμο
- κουνάει
- κουνάω
- κούραση
- κουρασμένα
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- κουρδιστήρι
- κρασάτο
- κρασί
- κράσπεδο
- κραυγή
- κρόκη
- κυκεώνας
- κυλιέμαι
- κύμα
- κυματιδίων
- κυματίζει
- κυματίζω
- κυματίζων
- κυματισμού
- κυματιστά
- κυριακάτικο
- λάθος
- λαμβάνοντας υπόψη ότι
- λάστιχο στη μέση
- λατρεία
- λατρεία
- λατρεία
- λατρεία
- λάτρευαν
- λατρεύεται
- λατρευτική
- λεκάνης απορροής
- λέξη
- λευκά
- λεύκανση
- λεύκανση δοντιών
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- wail - whitening