Dictionary
            Greek - English
                
                                
                
                    Greek-English Translations Between voiceless - vague (Letter “V”)
                
            
        - άηχο
 - άθλια
 - αιδοιοκολπικός
 - αιθιοπική δεισιδαιμονία
 - αιθουσαίου
 - ακριβώς στην αχνισμένη
 - ακροχορδονώδες
 - άκυρο
 - ακυρότητα
 - ακυρωμένη
 - ακυρώσιμη
 - αλήθειες
 - αληθοφάνεια
 - αληθοφανείς
 - αληθώς
 - αλητεία
 - αλήτης
 - αλλοιώσεων αυτών
 - αμπελοκαλλιέργεια
 - αμπέλου
 - αμπελουργία
 - αμπελουργίας
 - αμπελουργική
 - αμπελουργός
 - αμπελώνας
 - άμφια
 - αναγνώριση της ακυρότητας
 - αναζωογόνηση
 - αναζωογονητικη
 - αναζωογονητική
 - αναποφασιστικότητα
 - αναφερεται
 - ανδρείος
 - ανδρικός
 - ανδρισμός
 - ανεμευλογιάς
 - ανεμιστήρας
 - ανεμοδείκτης
 - άνευ αξίας
 - ανευθυνότητα
 - ανεφοδιάζεται
 - ανούσιος
 - αντιβασιλέας
 - αντιβασιλεία
 - αντιπρόεδρος
 - αντιπροσωπευτικά
 - αντιπροσωπευτικός
 - αντισκωληκικό φάρμακο
 - αόριστα
 - αόριστη
 
- Translate.com
 - Dictionaries
 - Greek-English
 - voiceless - vague