Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between sociality - sifted (Letter “S”)
- κοινωνικότητας
- κοινωνιολογία
- κοινωνιολογικές
- κοινωνιολογικές
- κοινωνιολόγος
- κοιτάζοντας
- κοιτάζω
- κοίταξε
- κοκαλιαρα
- κοκαλιάρης
- κόκαλο
- κόκκο
- κολακεία
- κολαφιστήρα
- κολλήσει
- κολλήσεις
- κόλπων
- κολυμβητής
- κολύμπησε
- κολυμπήστε
- κολύμπι
- κολυμπούν
- κομματάκι
- κόμμεα λάκκας
- κομμένο
- κομμένο
- κομμένο σε φέτες
- κομπόστα
- κομψό
- κοντά γένια
- κοντό και φαρδύ
- κοντόφθαλμη
- κοντόχοντρα
- κόντρα φιλέτο
- κοπή σε λεπτά φύλλα
- κοπής
- κορεσμένα
- κορεσμό
- κορεσμός
- κορεσμός
- κορεσμού
- κορεσμού
- κορεσμού
- κορεστεί
- κορεστεί
- κορόιδο
- κορόμηλο
- κορύνες
- κοσκίνισμα
- κοσκινισμένο
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- sociality - sifted