Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between roguish - roun (Letter “R”)
- κατεργάρης
- κατεργάρης
- κατέστρεψε
- κατηγορείς
- κατηγόρησαν
- κατηγοριοποίηση
- κάτι ακούστηκε
- κατοίκησε
- κατοικία
- κατοικία
- κατοικιών
- κάτοικος
- κατοικούν
- κατοπτεύω
- κειμήλιο
- κεκλιμένο επίπεδο
- κενού
- κεντράρει ξανά
- κεραμιδί
- κηπουρικής ως άροτρο
- κιλότο
- κινδύνευε
- κινδύνου
- κινείται προς τα πίσω
- κίστου
- κλείδωμα γραμμών
- κλείσιμο
- κλιβανισμό
- κλοιός
- κλυδωνίζονται
- κοιλότητα
- κοινοί τεχνικοί κανόνες
- κοίταξαν
- κοκκινίζω
- κοκκινισμένα
- κόκκινο
- κοκκινομάλλα
- κοκκινομαλλα
- κόκκινος
- κοκκινοσκέλη
- κοκκινοσκουφής
- κοκκινόψαρο
- κοκκινωπό
- κοκκινωπός
- κόκορας
- κολοφώνιο
- κομπάζω
- κόπτων ξύλα κατά μήκος
- κοράκι
- κορδέλα
- κορμ
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- roguish - roun