Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between relished - roe (Letter “R”)
- απόλαυσε
- απόλυση
- απομακρυσμένη
- απομεινάρι
- αποπληρωμή
- αποπληρωμή
- αποπληρωμή
- αποπνέουν
- απορρίπτουν με σκαιότητα
- απόρριψη
- απόρριψη
- απόρριψη
- απορροφείται εκ νέου
- απορρόφηση
- απόσβεση
- αποστάτες
- αποστολέα
- αποστολή καταθετήριου
- αποστροφή
- αποστροφή
- αποτέλεσμα
- απόφαση
- αποφασιστικά
- αποφασιστική
- αποφασιστικότητα
- απρόθυμα
- απροθυμία
- απρόθυμοι
- απωθήθηκαν
- απωθητικό
- απωθούνται
- απωθών
- αρμοδιότητες
- αρμού
- αρνήθηκε
- άρνηση
- άρνηση
- αρνούνται
- αρουραίος
- αρπακτικό
- αρπακτικοί
- αρπακτικός
- άρπαξαν
- αρχίσουν εκ νέου
- άσεμνα
- άσκοπα
- άσκοποι
- αστραφτερά
- άσχετα από
- αυγοτάραχο
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- relished - roe