Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between primatial - pertained (Letter “P”)
- αρχιερατικός
- άρχοντα
- άρωμα
- αρωματισμένο
- αρωματισμό
- αρωματοποιία
- αρωματοποιός
- ασθενής
- ασκείται
- άσκοπα
- άσκοπη
- άσκοπος
- ασκορβύλιο
- ασπρόμαυρες
- αστάρι
- αστάρωμα
- αστείο να αμβλυνθεί
- αστεϊσμούς
- αστεϊσμών
- αστυνόμευση
- αστυνόμευση
- αστυνομία
- αστυνομία
- αστυνομικοί
- αστυνομικός
- ασυδοσία
- ασφάλιστρα
- άσφυγμη
- άσωτος
- ασώτως
- άτομ
- άτομα
- ατομική επιχείρηση
- αυθεντία
- αυλητής
- αυταρχικά
- αυταρχικό
- αυτό
- αυτό είναι εφικτό
- αυτό το πρόγραμμα
- αυτοκινούμενα
- αφειδώς
- άφθονα
- αφθονία
- αφθονία
- άφθονος
- αφθονούν
- αφίσα
- αφορούν
- αφορούσαν
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- primatial - pertained