Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between pledgee - persuaded (Letter “P”)
- ενεχυριάζονται
- ενεχυρίαση
- ενεχυρίαση
- ενέχυρο
- ενέχυρο
- ενέχυρο
- ενημερωμένη έκδοση κώδικα
- ενημερωτικό δελτίο
- ἐνὶ
- ενισχυθεί
- ενισχύσει
- ενισχυτικά
- ενορία
- ενορίτης
- ενοχλώ
- ενσάρκωσε
- εντ
- εντιμότητα
- εξαθλίωση
- εξακολουθούν να υπάρχουν
- εξάσκηση
- εξατομικευμένη
- εξατομίκευση
- εξατομίκευση
- εξέλιξη
- εξελισσόμενου
- εξετάζω
- εξευμενίσει
- εξευμενίσει
- εξευμενιστικός
- εξέχουσα θέση
- εξηγεί
- εξήρε
- εξιλασμός
- εξολκέας
- εξουσιαστικό
- έξοχος
- επάγγελμα
- επαγγελματίας
- επαγγελματικά
- επαγγελματική
- επαινώντας
- έπαιξε
- επάρκειας
- επαρχία
- επαρχιακή
- επαρχιακή διάλεκτος
- επαρχιωτισμό
- επαρχιωτισμό
- έπεισε
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- pledgee - persuaded