Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between pinning - putamen (Letter “P”)
- καρφίτσωμα
- καρφιτσωμένα
- καρχηδονιακό
- κασσίτερος
- καστανόψαρο
- κατά κύριο λόγο
- κατά κύριο λόγο
- κατά κύριο λόγο
- κατά πάσα πιθανότητα
- κατά προτίμηση
- κατά συνθήκη αδίκημα
- κατά τεκμήριο
- κατά τύχη
- κατά τύχη
- καταβάλλεται
- κατακαίει τα πάντα
- κατάκοιτος
- κατακρήμνιση
- κατακρήμνιση
- καταλύματα
- κατάπλασμα
- καταπληκτικός
- κατάπτωση
- καταστρέφεται σε εκπληκτική
- κατάφωρα της ιεροκαπηλίας
- καταχρώμαι
- καταχωρήθηκε
- κατείσδυση
- κατείχε
- κατευνάζεται
- κατευνάσει
- κατέχοντας
- κατέχουν
- κατηγόρημα
- κατηγόρησης
- κατοικείται
- κατοικίδιο ζώο
- κατοπιν παραγγελιασ
- κατούρημα
- κατοχή
- κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας
- κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- κατοχύρωση με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- κατσαρόλα
- καυστικά
- καφετιέρα
- καχεκτικός
- κελάρυσμα
- κέλυφος
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- pinning - putamen