Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between paucity - propped (Letter “P”)
- σπανιότητα
- σπαστή
- σπατουλάρισμα
- σπονδή
- σπρώξιμο
- σπρώχνει
- σπυράκι
- σπυριάρη
- σταθμευμένα
- σταθμηγράφο
- σταθμίζεται
- σταθμοσκόπησης
- στάμνα
- στάση του σώματος
- στεγανοποίηση
- στεντόρειες
- στέρηση
- στερητικό α
- στηθαίο
- στήθους
- στην εκδήλωση
- στην πρίζα
- στήριγμα
- στηρίγματα
- στηρίζεται
- στήριξη
- στιγκάρει
- στικτή
- στίλβωση
- στιλβωτής
- στις αυθαιρεσίες
- στο παρελθόν
- στοά
- στοές
- στοές
- στόκος
- στολίζω
- στολίζω
- στολισμένο
- στόμφος
- στον πληθυντικό
- στρουμπουλή
- στυλό
- στυλό
- συγκατάβαση
- συγκέντρωση
- συγκεντρωτική
- συγκεντρωτικού πίνακα
- συγκλονισμένος
- συγκρατείται
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- paucity - propped