Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between interrelation - incising (Letter “I”)
- αλληλεπίδραση
- αλληλεπίδραση
- αλληλεπίδραση
- αλληλεπιδρούν
- αλληλοδιαπερνώ
- αλληλοδιείσδυση
- αλληλοεξαρτώμενα
- αλληλοσυνδέονται
- αλλοιώνοντας
- άλυτο
- αλυτρωτική
- αμαθής
- αμάχητο
- αμείωτη
- άμεμπτη
- αμερόληπτη
- αμεροληψία
- αμεροληψία
- άμεση
- αμεσότητα
- αμεσότητα
- αμέσως
- αμέσως
- αμετάβλητα
- αμετάβλητη
- αμετάβλητο
- αμετάβλητος
- αμεταβλητότητα
- αμετακίνητος
- αμετάκλητα
- αμετάκλητη
- αμετάκλητο
- αμετακλήτως
- αμετανοησία
- αμετάτρεπτο
- αμέτρητες
- αμίμητος
- αμνημονεύτων
- άμωμος
- αναγνώριση
- αναγνωρίσιμες
- αναγνωριστικό
- αναζωογονημένη
- αναζωογόνηση
- αναζωογονητικό
- αναζωπύρωση
- αναίδεια
- αναιδής
- αναιδής
- αναιδώς
- αναισθησία
- αναισθητοποιημένων
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- interrelation - incising