Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between innovated - inhabit (Letter “I”)
- καινοτόμησαν
- καινοτομία
- καινοτομία
- καινοτόμος
- καινοτομούν
- κακόφημο
- κάλεσε
- καλολογικά στοιχεία
- καλύβη από πάγο
- καμπυλότητα
- κάνετε την ένεση
- κάνοντας
- καρπού
- καρφώνουν
- κατά διαστήματα
- καταγγέλει
- κατακλύζουν
- κατακλυσμός
- καταλογίζεται
- καταλόγισε
- καταλογισμού
- κατανοητή
- κατανοητό
- καταπιούν
- καταπολεμώ
- κατάποση
- κατάρα
- καταρας
- κατάρρευση
- κατάσκοπος
- καταχθόνιος
- κατέρρευσε
- κατέχων υπεύθυνη θέση
- κατηγορήθηκε
- κατηγορήσετε
- κατηγορητήριο
- κατηγορίας
- κατηγορώ
- κατηγορώντας
- κατηχηθεί
- κατήχηση
- κατήχηση
- κατοικείται
- κατοίκηση
- κατοίκηση
- κατοίκησης
- κατοίκησης
- κατοικήσιμη
- κάτοικο
- κατοικούν
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- innovated - inhabit