Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between incorrigibly - incomprehensibility (Letter “I”)
- αδιόρθωτα
- αδιόρθωτος
- άδοξα
- άδοξο
- αδράνεια
- αδράνεια
- αδράνεια
- αδράνειας
- αδρανή
- αδρανώς
- αδυναμία
- αδυναμία
- αδυναμία πρόσβασης
- αδύναμοι
- αδύνατο
- αδύνατο να παρατηρηθούν
- αδυσώπητα
- αδυσώπητη
- αδυσώπητος
- αεραφρού
- αήττητο
- αθανασία
- αθάνατος
- αθέτησης
- άθικτο
- αθλητές
- άθραυστα
- αθρησκεία
- αθρησκεία
- άθρησκος
- αθώα
- αθωα
- αθωότητα
- αίγαγροι
- αίγαγρος
- αιμομιξία
- αιμομιξίας
- αινιγματική
- αισθήσεις
- αίσχη
- αιώνα αξίωσε
- ακάθαρτο
- ακαθόριστα
- άκαιρη
- άκαμπτα
- άκαμπτη
- ακαμψία
- ακανόνιστα
- ακανόνιστη
- ακατάληπτο
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- incorrigibly - incomprehensibility