Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between dogged - deprecated (Letter “D”)
- επίμονοι
- επινόησε
- επινόηση
- επινοήσουν
- επισκιάζονται
- επισκοπές
- επισκοπή
- επισκοπικά
- επισταλία
- επιστρατεύονται
- επιτείνουν
- επιτήδειος
- επίφοβη
- επφάνεια
- επώνυμα
- ερασιτέχνης
- ερειπωμένο
- ερειπωμένο
- ερείπωσης
- έρημα
- έρημη
- έρημο
- ερημώθηκε
- ερημωμένες
- ερήμωση
- ερώτηση
- έσκαψε
- έσκυψε
- έσταζε
- έσταζε
- ετυμολογία
- ευδιάκριτα
- ευδιάκριτη
- ευθαρσώς
- εύκολα προσβάσιμο
- ευλαβικά
- εύπεπτο
- εύπεπτος
- ευπρέπεια
- ευπρέπεια
- ευπρεπής
- ευσεβής
- ευτέλεια
- ευχαρίστηση
- ευχάριστο
- εφαρμόζεται
- εφίδρωση
- εφιδρωτικό
- εφικτό
- έχει εκπέσει
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- dogged - deprecated