Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between dedicate - drenching (Letter “D”)
- αφιερώνω
- αφιέρωση
- αφοδεύουν
- αφόδευσε
- αφόδευση
- αφόδευση
- αφομοίωση
- αφοπλίσει
- αφόπλιση
- αφοπλισμένο
- αφοσιωμένη
- αφοσίωση
- αφοσίωση
- αφυδατωμένο
- αφυδατώνουν
- αφυδρογόνωση
- άχρηστα
- αχρηστία
- αχρονολόγητος
- αχρωματοψία
- αψήφησαν
- αψηφώντας
- βαθιά
- βαθμός
- βάθος
- βάθος
- βαθούλωμα
- βαθύ
- βαμμένα
- βαπτιστεί
- βάρος
- βαροσκόπιο
- βαφείο
- βαφή
- βγάζω
- βεβηλώνουν
- βεβήλωσαν
- βεβήλωση
- βεβήλωσης
- βλάκας
- βλάκας
- βλάπτουν
- βοΐζων
- βουτηγμένος
- βούτηξε
- βουτιά
- βουτιά
- βουτιά
- βράζω
- βρέξιμο
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- dedicate - drenching