Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between deaconship - dialect (Letter “D”)
- διακονία
- διακονία
- διακόνισσα
- διάκονος
- διάκονος
- διακοπεί
- διακοπή
- διακοπή λειτουργίας
- διακόσμηση
- διακόσμηση
- διακόσμηση
- διακοσμήστε
- διακοσμητής
- διακοσμητικά
- διακόψτε τη
- διακρίνονται
- διακρίνονται
- διακρίνουμε
- διακρίνουσα
- διακρίνω
- διακρίσεις
- διακρίσεις
- διακρίσεις
- διακρίσεις
- διακρίσεως
- διάκριση
- διάκριση
- διάκριση
- διάκριση
- διακριτά
- διακριτές
- διακριτές
- διακριτικά
- διακριτικά
- διακριτικά
- διακριτική
- διακριτική
- διακριτική
- διακριτική ευχέρεια
- διακριτικό
- διακριτικού
- διακριτικού χαρακτήρα
- διακριτό
- διακριτότητα
- διαλεκτική
- διαλεκτική
- διαλεκτική
- διαλεκτική
- διαλεκτικό
- διαλεκτολογία
- διάλεκτος
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- deaconship - dialect