Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between cynically - comedienne (Letter “C”)
- κυνικά
- κυνική
- κυνικός
- κυνικός
- κυπαρίσσι
- κυπαρίσσια
- κύπειρος
- κύπελλο
- κυπέλλωσης
- κυπριανός
- κυπρίνοι
- κυπρίνος
- κύπριος
- κυπριπέδιο
- κύπρος
- κυρηναϊκής
- κυρίως
- κυρίως όσο αφορά
- κυρτό
- κυρτότητα
- κύρτωμα
- κυρτωμάτων
- κυστεοκήλη
- κύστη
- κυστίκερκο
- κυστική
- κυστικό
- κυστίνη
- κυστίτιδα
- κυτταρίνη
- κυτταρίτιδα
- κυτταρογενετική
- κυτταρόπλασμα
- κυττάρων στο περιτρίχιό
- κύφωνας
- κυψελίδα
- κυψελίδα
- κυψελιδοπαραγωγικής
- κωδεΐνη
- κωδίκελος
- κώδικες
- κωδικοποιημένη
- κωδικοποίηση
- κωδικοποίηση
- κωδικοποίηση
- κωδικός
- κώμα
- κωμικό
- κωμικός
- κωμικός
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- cynically - comedienne