Dictionary
            Greek - English
                
                                
                
                    Greek-English Translations Between cruciform - crammed (Letter “C”)
                
            
        - σταυροειδούς εγγεγραμμένου
 - σταυρομύτης
 - σταυρός
 - σταυρός
 - σταυρούς
 - σταυροφορία
 - σταυροφόρος
 - σταυροφόρων
 - σταυρώθηκε
 - σταυρώνοντας
 - σταύρωσε
 - σταύρωση
 - σταυρώσουν
 - σταυρωτά
 - σταφίδα
 - στέλεχος
 - στέμματα
 - στενά
 - στενόχωρα
 - στένωση του ισθμού
 - στερητική της ελευθερίας
 - στέρνα
 - στεφάνης του στέμματος
 - στεφανιαία
 - στέφεται
 - στέψη
 - στέψη
 - στη μνήμη
 - στήλη
 - στηλιτεύει
 - στικ καβουριού
 - στίλβωση
 - στιλβωτικών
 - στις στροφές
 - στο κέντρο
 - στο στήθος
 - στο στοχασμό
 - στον
 - στον αστερισμό
 - στον κατάλογο
 - στον κύκλο του αεροδρομίου
 - στοπάκι
 - στοχαστικός
 - στοχαστικότητα
 - στρατολογικά
 - στρατοπέδευσαν
 - στρατόπεδο
 - στρατωνισμού
 - στρεψοδικία
 - στριμωγμένος
 
- Translate.com
 - Dictionaries
 - Greek-English
 - cruciform - crammed