Dictionary
            Greek - English
                
                                
                
                    Greek-English Translations Between crash - canonicals (Letter “C”)
                
            
        - αιφνίδια διακοπή λειτουργίας
 - αιχμαλωσία
 - αιχμαλωτίσει
 - αιώνα
 - αιώνες
 - ακαταστασία
 - ακολουθία
 - ακορντεόν
 - ακραίο
 - ακροβάτες του κήπου
 - ακρόλιθος πεζοδρόμιου
 - ακρόπολη
 - ακρωτήριο
 - ακτή
 - ακτίνες πλεξίματος
 - ακτινωτό
 - ακτοπλοϊκώς
 - άκυρο
 - ακυρώθηκε
 - ακυρώθηκε
 - ακύρωση
 - ακύρωση
 - ακύρωση
 - αλαζόνας
 - αλευρώδη
 - αλιευμάτων
 - αλιεύονται
 - αλιευτικά σκάφη κεφαλοπόδων
 - αλλαγή
 - αλλαγή
 - άλλαξε
 - άλλη
 - αλληλογραφία
 - αλληλουχία
 - άλματος με προδιάταση
 - αλσύλλιο
 - αλυσίδα
 - αλυσίδες
 - αλυσιδωτή σύνδεση
 - αλυσοδεμένος
 - αλυσοειδούς
 - άμαξα
 - αμαξάδες
 - αμαξάς
 - αμαρτωλές επιθυμίες
 - αμέτρητες
 - αμοιβάδες
 - αμυδρός
 - άμυλο καλαμποκιού
 - άμφια
 
- Translate.com
 - Dictionaries
 - Greek-English
 - crash - canonicals