Dictionary
            Greek - English
                
                                
                
                    Greek-English Translations Between controversially - creepy (Letter “C”)
                
            
        - αμφιλεγόμενα
 - αμφιλεγόμενη
 - αμφισβήτησε
 - αμφισβήτησε
 - αμφισβήτηση
 - αμφισβητώντας
 - αναγκαστικής εκτέλεσης
 - αναγνωρίζω
 - αναγνωστικά
 - αναδεύεται
 - ανάδοχος
 - ανάθεση
 - αναθέτουν
 - αναιδής
 - αναίρεση
 - αναιρώ
 - ανακαλεί
 - ανακτήθηκαν
 - ανάκτησης οφελών
 - ανάλακτος
 - ανάλγητη
 - ανάλογη
 - ανάλογη
 - αναλώσιμα
 - αναμειγνύονται
 - αναμειγνύω με χλώριο
 - ανάμεικτα συναισθήματα
 - ανάμεσα
 - αναμεταδόσεις
 - αναμιγνύομαι
 - αναμιγνύονται
 - αναμνηστικός
 - αναπαυτικότητα
 - ανάπηρος
 - ανάπηρος
 - ανάπηρος
 - αναποδιά
 - αναρρίχηση
 - αναρρίχηση
 - αναρριχητικό φυτό
 - αναρρώνω
 - ανάρρωσε
 - ανάρρωση
 - ανάρρωσης
 - αναρρωτικό
 - ανατάραξη
 - αναταραχή
 - ανατιθεμένων
 - ανατράπηκε
 - ανατριχιαστικό
 
- Translate.com
 - Dictionaries
 - Greek-English
 - controversially - creepy