Dictionary
            Greek - English
                
                                
                
                    Greek-English Translations Between consumptive - categorically (Letter “C”)
                
            
        - καταναλωτική
 - κατανοηθεί
 - κατανοήσει
 - κατανόηση
 - κατανοητή
 - κατανοητό
 - κατανοώντας
 - καταπείθων
 - καταπέλτης
 - κατάπληξη
 - καταπολεμηθεί
 - κατάρα
 - κατάρα
 - καταραμένοι
 - καταργήστε
 - καταρράκτης
 - καταρράκτης
 - καταρρέει
 - καταρρέει
 - κατάρρευση
 - καταρρίψουν
 - καταρροή
 - καταρροϊκού
 - καταρτίζονται
 - κατάρτιση
 - κατασκευάστηκε
 - κατασκευαστική
 - κατασκευή
 - κατασκευή
 - κατασκευή
 - κατασκευή
 - κατασκευησ
 - κατάσταση
 - καταστρατήγησης
 - καταστρατήγησης
 - καταστρεπτικά
 - καταστροφή
 - καταστροφική
 - κατασχέθηκαν
 - κατάταξης
 - καταφεύγουν
 - κατάφρακτος
 - κατάψυξη
 - κατέκτησαν
 - κατέρρευσε
 - κατέρριψε
 - κατεστραμμένο
 - κατεφρόνησαν·
 - κατεχού
 - κατηγορηματικά
 
- Translate.com
 - Dictionaries
 - Greek-English
 - consumptive - categorically