Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between concerned - conflicting (Letter “C”)
- αφορά
- αφράτο χτύπημα
- αχανή
- άχαρος
- αχιβάδα
- άχνη
- άχρωμο
- βαγόνι σιδηροδρομικών υπαλλήλων
- βάζω υπογραφή ανταπόκρισης
- βαθμονόμηση
- βαθμονόμηση
- βαθούλωμα
- βαθύ
- βακκίνια
- βαλλίστρα
- βαμβάκι
- βάπτισης
- βαπτίσθηκε
- βαρέλι
- βαρελοποιεία χανιά-κρήτης
- βαρηκοΐα αγωγιμότητας
- βάρος κούβας
- βασιλεῦσι
- βασιμότητα
- βατομουριάς
- βεβαιότητα
- βεβαιότητα
- βεβαιότητες
- βεβαίωση
- βεντούζα
- βεστιάριο
- βήχας
- βήχας
- βιαστική
- βιβλίο μαγειρικής
- βιολοντσέλα
- βιολοντσέλο
- βλεφαρίδα
- βλεφαρίδες
- βολβό
- βολικό
- βοοειδή
- βότσαλο αραβοσίτου
- βουκόλος
- βουλώνω
- βουλώνω
- βραδινούς
- βρεφική κούνια
- βρεφική κούνια
- βρίσκονται σε διένεξη
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- concerned - conflicting