Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between complying - concurrence (Letter “C”)
- συμμόρφωση
- συμμόρφωση
- συμμόρφωση
- συμμόρφωση
- συμμόρφωση
- συμμόρφωσης
- συμμορφωτός
- συμπαγές μέγεθος
- συμπαγής
- συμπαγώς
- συμπαθής
- συμπαιγνία
- συμπαιγνία
- συμπαιγνία
- συμπάσχω
- συμπατριώτες
- συμπατριώτη
- συμπατριώτη
- συμπατριώτισσα
- συμπατριώτισσες
- συμπέρασμα
- συμπερασματικά
- συμπεριφοράς
- συμπεφωνημένης
- σύμπηξη
- συμπίεση
- συμπίεση
- συμπίεση
- συμπιέσιμο
- συμπιεσμένα
- συμπιεστή
- συμπιεστική
- συμπιεστική
- συμπιεστότητα
- συμπίπτει
- συμπίπτει
- συμπίπτει
- συμπίπτει απόλυτα
- συμπίπτουν
- σύμπλεγμα
- συμπλέκτης
- συμπλήρωμα
- συμπληρωματικές
- συμπληρωματική
- σύμπλοκο
- συμπολιτειών
- συμπόνια
- συμπόνια
- σύμπραξη
- συμπτωματικές
- σύμπτωση
- σύμπτωση
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- complying - concurrence