Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between completed - congealed (Letter “C”)
- ολοκληρώθηκε
- ολοκλήρωση
- ολοκλήρωση
- ομαλή
- ομιλητικός
- ομοαξονικό
- ομογενούς
- ομοειδής ουσία
- ομοεστιακή
- ομόκεντρα
- ομόκεντροι
- ομολόγησε
- ομολογητής
- ομολογιακών
- ομόλογό του
- ομολογουμένως
- ομολογώ
- ομόνοια
- ομοούσια
- όμορφη μπαγιάτικο
- ομόσπονδα
- ομοτράπεζοι πολύ
- οξεός
- οξυτενή
- οπλαρχηγός
- όπλισης
- οπλισμένη
- οπτάνθρακα
- οπτανθρακοποίηση
- οργανολογικές
- ορειβάτης
- ορθότητα
- οριζόντιο δοκάρι
- οριοθετείται
- οριοθετούν
- ορισμένες
- όρμος
- ὄρνιθος
- ορότυπο
- ορτυγομάνας
- οστεοειδή
- οστεοφυλάκιο
- ουλή
- ουραίο
- ουράνια
- ουσία
- οχετός
- οχυρωμένη θέση
- παγίωση
- πάγωσε το
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- completed - congealed