Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between bywork - bashfulness (Letter “B”)
- bywork
- byzantian
- αβάσιμες
- αγαπημένη
- αγία γραφή
- αγιασμός
- αγιοποίηση
- αγκαλιά
- αγκράφα
- αγκύλη
- αγκυροβολημένο
- άγονη
- αγορά
- αγόρασε
- αγοράστε
- αγοραστή
- αγόρι
- αγορίστικο
- αγριάδα
- άγριο άλογο
- αγριογούρουνο
- αγριομέλισσες
- αγροίκος
- αγωνίστηκαν
- αδελφική
- αδελφοί
- αδελφοί
- αδελφοσύνη
- αδελφότητα
- αδέξιο
- αδιάντροπος
- αδιάφορος
- αδύνατη
- ἀεί
- αερολογίες
- αεροναύτης
- αερώδεις κύστεις
- αιθάλη
- αίθουσα χορού
- αίμα
- αιματοχυσία
- αιμοδιψή
- αιμορραγία
- αιμορραγία
- ακαρπία
- άκμονα
- ακοινοποίητες
- ακριτολογώ
- ακτινοβολούν
- αλ
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- bywork - bashfulness