Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between bountiful - baptismal (Letter “B”)
- άφθονη
- αφρώδη
- αχρωμικές
- αχυρώνα
- βα
- βαα
- βαάλ
- βάαλ
- βαβέλ
- βαβυλωνιακή
- βαγάσσης
- βαγονέτο
- βάθος
- βαθυμετρία
- βαθυμετρικό
- βαιθήλ
- βακίλλων
- βακτήρια
- βακτηριακή
- βακτηριακής
- βακτήριο
- βακτηριοκτόνο
- βακτηριοκτόνο
- βακτηριολογία
- βακτηριολογική
- βακτριανής
- βάκχες
- βακχη
- βακχικά
- βακχικό
- βάκχος
- βαλαάμ
- βαλβίδα βραδείας
- βαλβιδα εξαέρωσης
- βαλδουίνος
- βαλεαρίδες
- βαλλιστικά
- βαλλιστική
- βαλσάμικο
- βάλσαμο
- βάλσαμο
- βάλσαμου
- βαλτική
- βάναυσα
- βάναυση
- βαπτίζων
- βάπτιση
- βαπτιστήριο
- βαπτιστήριο
- βαπτιστικό
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- bountiful - baptismal