Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between beneficiate - briskness (Letter “B”)
- επωφεληθούν
- επωφελούμενοι
- ερεθισμένος
- έρμα
- έρμα
- ερμηνεία
- ερυθρού τόνου
- έσπασε
- έσπειρε
- έσφαζαν
- ευδαιμονία
- ευεργεσία
- ευεργεσίας
- ευεργέτης
- ευεργέτιδα
- ευεργετικά
- ευεργετική
- ευεργετικός
- εύθραυστα
- εύθραυστο
- ευθραυστότητα
- εύκαμπτο
- ευλογεί
- ευλογία
- ευλογία
- ευλογία
- ευρεία
- εύρημα
- εύσωμος
- ευτυχισμένα
- ευτυχισμένος
- ευχαριστήριο
- εφαπτόμενη
- έφερε
- έχει
- ζαλίζω
- ζαλίσει
- ζαργάνας
- ζαχαρωτό
- ζεματίστε
- ζεύξης
- ζητιάνος
- ζοφερή
- ζυθοποιείο
- ζυθοποιηθεί
- ζυθοποιίας
- ζυθοποιίας
- ζυθοποιός, καθώς
- ζωηρός
- ζωηρότητα
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- beneficiate - briskness