Dictionary
            Greek - English
                
                                
                
                    Greek-English Translations Between annexing - attempting (Letter “A”)
                
            
        - προσάρτησή
 - προσάρτηση
 - προσάρτηση
 - προσάρτηση
 - προσάρτηση
 - προσάρτησης
 - προσαύξηση
 - προσαύξησης
 - προσαχθούν
 - προσβάλλω
 - πρόσβαση
 - προσβάσιμη
 - προσβάσιμο
 - προσβασιμότητα
 - προσβολή
 - προσδιορίστηκαν
 - προσέγγιση
 - προσέγγιση
 - προσέγγιση
 - προσεκτικός
 - προσέλκυσε
 - προσελκύσει
 - προσέλκυση
 - προσευχόταν
 - προσήνεια
 - προσηνώς
 - πρόσθεσαν
 - προσθέστε
 - πρόσθετες
 - πρόσθετες
 - πρόσθετης ύλης
 - πρόσθετος
 - προσθήκες
 - προσθήκη
 - προσθήκη
 - προσθηκη
 - πρόσθια
 - πρόσθια
 - προσιδιάζουν
 - προσιτές τιμές
 - προσιτός
 - προσκολλημένα
 - προσκόμισε
 - προσκομίσει
 - προσκόμιση
 - προσμιγνύω
 - προσόδου
 - προσόδων
 - προσοχή
 - προσπάθεια
 - προσπάθεια
 
- Translate.com
 - Dictionaries
 - Greek-English
 - annexing - attempting