Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between ameliorating - antalgic (Letter “A”)
- αναβαθμίζοντας
- αναβαπτισμό
- αναβαπτιστές
- ανάβαση
- αναβατικός
- ανάβατος
- αναβολή
- αναβολή
- αναβολικά
- αναβολισμός
- ανάγλυφο
- αναγνωρίζετε
- αναγνωρίζοντας
- αναγνώρισε
- αναγνώριση
- αναγνώριση
- αναγνωριστική
- αναγνωστικού δηλαδή
- αναγραμματισμός
- αναγραμματισμός
- αναδάσωση
- αναδεύετε
- ανάδευση
- ανάδρομων
- αναερόβια
- ανάθεμα
- αναθέματα
- αναθεματίσουν
- ανάθεση
- ανάθεση
- αναθέτουν
- αναιμία
- αναιμικό
- αναιρεσείουσα
- αναισθησία
- αναισθησία
- αναισθητικό
- αναισθητικό
- ανακαρδικά
- ανακοινώνοντας
- ανακοίνωσε
- ανακοινώσει
- ανακοίνωση
- ανακουφίζων
- ανακουφίσει
- ανακούφιση
- ανακουφιστικές
- ανακωχή
- αναλγησία
- αναλγητικά
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- ameliorating - antalgic