Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between agreed - accumulate (Letter “A”)
- συμφωνήσει
- συμφωνία
- συμφωνώ
- συμφωνώντας
- συναγερμός
- συνάθροιση
- συναίνεση
- συναινέσουμε
- συναινούν
- συναισθηματικές
- συναίσθηση
- συναρμολόγηση
- συναρμολόγηση
- συναρμολογούνται
- συναρπαστικό
- συνδεδεμένες
- συνδέσεως
- συνειρμική
- συνελεύσεις
- συνέλευση
- συνελήφθη
- συνεντευξη
- συνεργός
- σύνεση
- συνεχίζεται ο εγκλιματισμός
- συνηγορία
- συνηθίσει
- συνημμένο
- συνιστάται
- συνοδεία
- συνοδεύει
- συνοδεύεται
- συνοδευτικά
- συνοδός
- συνοδός
- συνολικά
- συντετμημένη
- συντετριμμένος
- συντομευμένη
- συντομεύσει
- συντομευτής
- συντομογραφία
- συντομογραφία
- συντομογραφικά
- συντονίστε
- συσκευές
- συσκευές
- συσσωματωμένα
- συσσωρευμένες
- συσσωρεύονται
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- agreed - accumulate