Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between accursed - addle (Letter “A”)
- καταραμένο
- καταργεί
- καταργείται
- καταργηθεί
- κατάργηση
- κατάργηση
- κατάργηση
- κατάργηση
- κατάργηση της θανατικής ποινής
- κατάργηση των
- καταρτισμένες νομικές υπηρεσίες
- κατάσχεση
- κατάταξη
- καταφατική
- καταφατική απάντηση
- κατάχρηση
- κατάχρηση
- κατάχρηση
- καταχρηστικά
- καταχρηστική
- κατευνάσει
- κατευνάσει
- κατευνασμός
- κατηγορείται για
- κατηγορηματικός
- κατηγορητικό
- κατηγορία
- κατήγορος
- κατηγορούν
- κατηγορώντας
- κατοικία
- κατοικια-ανω
- κατόπιν
- καυστική
- κεραία
- κεραίες
- κέρατο ελαφιού
- κεροστίλβη
- κεχριμπάρι
- κιβωτός
- κιλλίβαντες
- κινδυνολογία
- κίνηση
- κινούμενα σχέδια
- κινούμενο σχέδιο
- κινουμένων σχεδίων
- κληματαριά
- κλήση
- κλούβια
- κλούβιος
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- accursed - addle