Dictionary
Greek - English
Greek-English Translations Between absolutism - apostolical (Letter “A”)
- απολυταρχία
- απολυταρχία
- απολυταρχικός
- απόλυτη
- απολυτότητα
- απολύτως
- απομονωμένα καθορισμένος
- απομορφίνης
- απονέμεται
- απονεύρωση
- απονομή
- αποξενωμένη
- αποξενώνουν
- αποξένωση
- αποξένωσης
- απόξεση
- αποπληκτικός
- αποπληξία
- αποποίηση
- αποποιούνται της
- απορια
- απορροφάται
- απορρόφηση
- απορρόφηση
- απορρόφησης
- απορροφήσιμα
- απορροφητής
- απορροφητικό
- απορροφητικότητα
- απορροφητικότητα
- απορροφητικότητα
- απορροφούν
- αποσβέσει
- αποσβέσει
- αποσβέσεις
- αποσβέσεις
- αποσβεστέα
- αποσβεστέα
- αποσπαστικό
- αποσπώμενο
- αποσταλακτήριο
- αποστασία
- αποστάτης
- αποστατήσει
- αποστατών
- απόστημα
- αποστήματα
- αποστόλη
- αποστολική
- αποστολική
- Translate.com
- Dictionaries
- Greek-English
- absolutism - apostolical