Dictionary
            Greek - English
                
                                
                
                    Greek-English Translations Between abridgment - applicable (Letter “A”)
                
            
        - επιτομή
 - επιτρέπεται
 - επιτρεπόμενη
 - επιτρέποντας
 - επιτρέπουν
 - επιφυλακτικότητα
 - επιχειρεί
 - επιχειρηματολογία
 - επωφελώς
 - ερασιτεχνική
 - ερασιτεχνικο
 - ερασιτεχνισμού
 - έργο
 - ερωτιάρη
 - ερωτική
 - ερωτικός
 - έσοδα
 - εσόδων
 - εσοχή
 - εστέτ
 - έστω και
 - εταιρία
 - ετερότητα
 - ετήσια
 - ετησίως
 - ευαγγελίζονται
 - ευαγγελισμός της θεοτόκου
 - ευάερο
 - ευδιάκριτα
 - ευέλικτη
 - ευθυγράμμιση
 - ευκινησία
 - ευοίωνο
 - εύποροι
 - ευρίσκει έρεισμαστην
 - ευρισκομένη
 - ευρισκόταν
 - ευρυχωρίας
 - εύστοχα
 - εύστοχο
 - ευτέλεια χρησιμοποιώντας
 - ευχάριστα
 - ευχάριστο
 - έφαγε
 - εφάπτονται
 - εφαρμογή
 - εφαρμογή
 - εφαρμόζεται
 - εφαρμόστε
 - εφαρμοστέο
 
- Translate.com
 - Dictionaries
 - Greek-English
 - abridgment - applicable